ευδιάθετος

ευδιάθετος
-η, -ο
1. αυτός που έχει καλή διάθεση: Ο άρρωστος είναι ευδιάθετος σήμερα.
2. πρόθυμος: Είναι ευδιάθετο παιδί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εὐδιάθετος — well arranged. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευδιάθετος — η, ο (ΑΜ εὐδιάθετος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, εύθυμος νεοελλ. ο διατεθειμένος ευνοϊκά, ο πρόθυμος μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐδιάθετον η καλή διάθεση, η προθυμία αρχ. 1. ο τακτοποιημένος καλά 2. (σε αντίθεση με το δυσδιάθετος) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • εὐδιαθέτως — εὐδιάθετος well arranged. adverbial εὐδιάθετος well arranged. masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐδιάθετον — εὐδιάθετος well arranged. masc/fem acc sg εὐδιάθετος well arranged. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθύνω — ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός] μσν. καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω αρχ. 1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω 2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω 3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον 4. γίνομαι καλός 5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό 6. κάνω το καλό,… …   Dictionary of Greek

  • ανθηρός — ή, ό (AM ἀνθηρός, ά, όν) [άνθος] (για έδαφος ή τόπο) αυτός που έχει πολλά άνθη, λουλουδιασμένος νεοελλ. μτφ. 1. (για πρόσωπα) δυνατός, γερός, ευδιάθετος 2. (για πράγματα, καταστάσεις) αυτός που ακμάζει, που ανθεί 3. φρ. «ανθηρά οικονομικά μέσα»… …   Dictionary of Greek

  • ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά …   Dictionary of Greek

  • ευδιαθεσία — η [ευδιάθετος] 1. καλή, ευχάριστη ψυχική διάθεση 2. καλή σωματική κατάσταση …   Dictionary of Greek

  • εύθυμος — η, ο (ΑΜ εὔθυμος, ον) 1. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση, ο ευδιάθετος 2. αυτός που προκαλεί ευθυμία, ο αστείος («εύθυμα λόγια») νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε ελαφρά μέθη, ο κεφάτος μσν. γενναίος («ἄπιθι, τέκνον εὔθυμον, μὴ δειλιάσεις ὅλως»,… …   Dictionary of Greek

  • καλόρεχτος — και καλόρεκτος, η, ο αυτός που έχει καλή όρεξη, ευδιάθετος, κεφάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + ορεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. κακ όρεχτος. Η λ. καλόρεκτος μαρτυρείται από το 1819 στο περιοδ. σύγγραμμα Ερμής ολόγιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”